- διφαλαγγάρχης
- δῐφᾰλαγγ-άρχης, ου, ὁ,A leader of a διφαλαγγαρχία, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διφαλαγγάρχης — διφαλαγγάρχης, ο (Α) ο επικεφαλής διφαλαγγίας … Dictionary of Greek